φιδόχορτο — το 1. το φυτό «δρακόντια η κοινή». 2. το φυτό «άρο το ανατολικό» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλκιβιάδειον — ἀλκιβιάδειον ή ἀλκιβιάδιον, το (Α) [Ἀλκιβιάδης] ένα φυτό, αντίδοτο για το δάγκωμα φιδιού, το αρχαίο «ἔχιον», φιδοβότανο, φιδόχορτο … Dictionary of Greek
δρακοντιά — Κοινή ονομασία των φυτών άρο το ιταλικό και άρο το στικτό (μονοκοτυλήδονα της οικογένειας των αροϊδών), ειδών της ελληνικής χλωρίδας, τα οποία φυτρώνουν στις άκρες των χωραφιών, κοντά σε ερείπια και σε φράχτες. Τα φύλλα τους είναι πράσινα ή έχουν … Dictionary of Greek
δρακούνκουλος — ο βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών αροϊδών με κυριότερο είδος τη «δρακοντία την κοινή, δρακοντιά, φιδόχορτο … Dictionary of Greek
φιδοβότανο — το, Ν το φιδόχορτο … Dictionary of Greek
φιδόγλωσσο — το, Ν το φιδόχορτο … Dictionary of Greek
φιδοβότανο — το το φιδόχορτο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)